ἔδεισα

ἔδεισα
δείδω
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἔδεισ' — ἔδεισα , δείδω aor ind act 1st sg ἔδεισε , δείδω aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδεισίθεος — ἀδεισίθεος, ον (Α) αυτός που δεν φοβάται τους θεούς, ο ασεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θ. δεισ (ἔδεισα, δείσομαι) τού δείδω (= φοβούμαι) + θεός] …   Dictionary of Greek

  • αδεισιβόας — ἀδεισιβόας, ο (Α) αυτός που δεν φοβάται τη βοή, άφοβος, ατρόμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θ. δεισ (ἔδεισα, δείσομαι) τού δείδω (= φοβούμαι) + βοή] …   Dictionary of Greek

  • δείσα — δεῑσα, η (Α) μούχλα, ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. δείσα προέρχεται πιθ. από τ. *gweidh ia ή *gweidh sa με αναγωγή σε ρίζα* gweid (h) «λάσπη, ρύπος» (πρβλ. αρχ. σλαβ. židŭkŭ «πολύ ζουμερός», ρωσ. židkij «υγρός», αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”